- λιπιδόγραμμα
- το(βιοχ.) γραφική αναπαράσταση διαφόρων κλασμάτων λιποπρωτεϊνών που περιέχονται σε ένα οργανικό υγρό, διαχωρίζονται με ηλεκτροφόρηση και καθίστανται εμφανή με τη βοήθεια ειδικών χρωστικών, αλλ. λιποπρωτεϊνόγραμμα.
Dictionary of Greek. 2013.